Βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις οδήγησαν σε φυσική εξόντωση περίπου μισό εκατομμύριο Ρομά, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η γενοκτονία αυτή αποκλείστηκε από την ιστορία για δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου. Μόλις το 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του αναγνώρισε τη 2α Αυγούστου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά για να τιμήσει τα θύματα της γενοκτονίας από το ναζιστικό καθεστώς.
Ο Γιόχαν Ρουκέλη, γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1907 κοντά στο Αννόβερο. Ξεκίνησε πυγμαχία στην ηλικία των οκτώ και ήδη πριν από τα 20 του χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ήταν ένας δημοφιλής Γερμανός μποξέρ.
Η πυγμαχία ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές άθλημα εκείνη την εποχή και ο Ρουκέλη έγινε διάσημος, όχι μόνο λόγω της καλής εξωτερικής του εμφάνισης, αλλά και για την ταχύτητα, την ευκινησία και το χαρακτηριστικό χορευτικό του στυλ. Παρά την επιτυχία του ωστόσο, το 1928 του αρνήθηκαν μια θέση στην εθνική ομάδα της Γερμανίας για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ, λόγω του «μη γερμανικού» στυλ με το οποίο αγωνιζόταν. Απτόητος, ο Ρουκέλη μετακόμισε στο Βερολίνο όπου έγινε επαγγελματίας. Με την άνοδο των Ναζί, όμως, τα δεξιά μέσα ενημέρωσης τον στοχοποιούσαν όλο και περισσότερο ως «γύφτο στο ρινγκ».
Ο Ρουκέλη αγωνιζόταν έχοντας ραμμένη στο σορτσάκι του με μικροσκοπικά γράμματα τη λέξη «Τσιγγάνος». Έτσι περήφανος για την καταγωγή του, διεκδικούσε την επαγγελματική του αναγνώριση προβάλλοντας την τσιγγάνικη ταυτότητά του, κόντρα στην προπαγάνδα, που προέβαλε τους Ρομά ως κατώτερους φυλετικά και ακοινώνητους.
Στις 9 Ιουνίου 1933, ο Ρουκέλη αγωνίστηκε για τον τίτλο του γερμανικού πρωταθλήματος ελαφριών βαρέων βαρών με αντίπαλο τον Άντολφ Βιτ, αγαπημένο αθλητή του ναζιστικού τύπου, και βρέθηκε κοντά στη νίκη υπερισχύοντας του Βιτ, όταν παρενέβη ο Πρόεδρος της ναζιστικής αρχής πυγμαχίας, διατάσσοντας τους κριτές να απέχουν από τη λήψη απόφασης και να μην απονείμουν τον τίτλο, οπότε ο αγώνας κρίθηκε “άνευ αποτελέσματος”. Αυτή η απόφαση προκάλεσε αναταραχή στο ακροατήριο, που ξεσηκώθηκε για την άδικη απόφαση. Μετά την έντονη αντίδραση, οι Ναζί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τον Ρουκέλη ως τον νικητή του αγώνα και να τον ανακηρύξουν βιαστικά πρωταθλητή, αλλά λίγες μέρες αργότερα, του αφαιρέθηκε πάλι ο τίτλος από τις γερμανικές αρχές πυγμαχίας λόγω «κακής πυγμαχίας».
Ο ρατσισμός, που αντιμετώπιζε , είχε αρχίσει να τον συνθλίβει. Ένας νέος αγώνας προγραμματίστηκε για τις 21 Ιουλίου, με αντίπαλο τον Γκούσταβ Έντερ και ο Ρουκέλη διατάχθηκε να αγωνιστεί με «γερμανικό στυλ» και να μην «χορεύει σαν Τσιγγάνος», αλλιώς κινδύνευε να χάσει την άδεια του. Ήξερε ότι ήταν γραφτό να χάσει αυτόν τον αγώνα επειδή ήταν ένας Τσιγγάνος. Ο Ρουκέλη μπήκε στο ρινγκ με το πρόσωπο και το σώμα του καλυμμένο με αλεύρι και τα μαλλιά του βαμμένα ξανθά: μια καρικατούρα ενός άριου ως μια θαρραλέα πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στις διακρίσεις που είχε υποστεί. Κατά τη διάρκεια του αγώνα στεκόταν ακίνητος και δεχόταν τα χτυπήματα του αντιπάλου του, μέχρι που τον έβγαλε νοκ άουτ στον πέμπτο γύρο.
Ήταν μια πράξη περιφρόνησης, αλλά και ηρωισμού, μια πράξη όμως που σηματοδότησε το τέλος της καριέρας του στο μποξ. Τον Μάρτιο του 1935 ο Ρουκέλη παντρεύτηκε μια Γερμανίδα και απέκτησαν μαζί ένα παιδί. Μόλις έξι μήνες αργότερα θεσπίστηκαν οι φυλετικοί νόμοι της Νυρεμβέργης, καθιστώντας παράνομο για τους Ρομά και τους Σίντι να παντρεύονται «Άριους».
Το 1938 το «Γραφείο Τσιγγάνων» στο Αννόβερο άρχισε να αναζητά όλα τα αρσενικά μέλη της κοινότητας Ρομά. Τους δόθηκε η επιλογή της στείρωσης ή του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ρουκέλη για να αποφύγει τη φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, συμφώνησε να στειρωθεί μετά από μία ψεύτικη διάγνωση στην οποία τον είχαν υποβάλλει οι ναζιστικές αρχές. Μετά από αυτό χώρισε τη μη-τσιγγάνα γυναίκα του προκειμένου να προστατεύσει αυτήν και τη μικρή τους κόρη από τις διώξεις τις οποίες ήξερε ότι επρόκειτο να υποστεί.
Το 1942 συνελήφθη από την Γκεστάπο, βασανίστηκε και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Neuengamme κοντά στο Αμβούργο, όπου τον ανάγκασαν να εκπαιδεύει τους άντρες των SS. Μετά την επιδείνωση της υγείας του στο Neuengamme, οι συγκρατούμενοι του άρχισαν να ανησυχούν ότι δε θα άντεχε.
Στο στρατόπεδο του Neuengamme υπήρχε μια επιτροπή αντίστασης έγκλειστων. Η επιτροπή αποφάσισε ότι ο ενδεχόμενος θάνατος του Ρουκέλη θα ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τους Ρομά και θα έκαμπτε το ηθικό τους. Έτσι, η αντιστασιακή οργάνωση σκηνοθέτησε τον θάνατό του αλλάζοντας τη στολή του με έναν νεκρό κρατούμενο. Στη συνέχεια κατάφεραν να τον μεταφέρουν στο παρακείμενο στρατόπεδο του Βίτενμπεργκ με μια νέα ταυτότητα. Στο Βίτενμπεργκ, όμως, αναγνωρίστηκε ξανά ως ο πρώην μποξέρ, και εκεί τον ανάγκασαν να παλέψει με τον Κάπο Εμίλ Κορνέλιους, έναν εγκληματία κατάδικο, που έκανε τα χατίρια των Ναζί και αναλάμβανε την επιτήρηση των κρατουμένων μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης προκειμένου να απολαμβάνει προνόμια. Ο Ρουκέλη τον κέρδισε, αλλά ο Κορνέλιους, για να τον εκδικηθεί, τον έβαζε να δουλεύει όλη μέρα μέχρι να εξαντληθεί και ύστερα τον χτύπησε μέχρι θανάτου με ένα φτυάρι το Μάρτιο του 1944.
Επαναστάτης, θύμα, ανεπιθύμητος, μα πάνω απ’ όλα μαχητής. Ένας σπουδαίος πυγμάχος που κύριος αντίπαλος του ήταν ο ρατσισμός. Παρά τη συμβολή του στη σύγχρονη πυγμαχία , ελάχιστοι τον γνωρίζουν. Η ιστορία του αποσιωπήθηκε και κατά τη διάρκεια της καριέρας του οι Ναζί έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τον ταπεινώσουν και να τον καταστρέψουν, αρνούμενοι να δεχτούν ότι ένας Ρομ θα μπορούσε να είναι ποτέ ο πρωταθλητής τους, αφού κάτι τέτοιο θα ακύρωνε την υπεροχή της Αρίας φυλής.
Σήμερα η γερμανική ομοσπονδία πυγμαχίας αναγνωρίζει την αξία του και απολογείται στην οικογένεια του για ό, τι συνέβη κατά τη διάρκεια αυτών των ετών. 70 χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 2003, ο Γερμανικός Σύλλογος πυγμαχίας αναγνώρισε τελικά τον Ρουκέλη ως τον νικητή του αγώνα πρωταθλήματος του 1933 και τον συμπεριέλαβε στη λίστα των Γερμανών πρωταθλητών πυγμαχίας. Η ζώνη του πρωταθλήματος δόθηκε στους επιζώντες συγγενείς του. Από το 2004, υπάρχει ένα μονοπάτι που φέρει το όνομα του στο κέντρο του Ανόβερου, όπου ήταν το οικογενειακό σπίτι του Ρουκέλη.
Πολλοί Ρομά της ΕΕ εξακολουθούν να είναι θύματα προκατάληψης και κοινωνικού αποκλεισμού, παρά την απαγόρευση των διακρίσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ. Στις 7 Οκτωβρίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε ένα ενισχυμένο και μεταρρυθμισμένο στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ για τους Ρομά, το οποίο καθορίζει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση τριών πυλώνων. Η νέα αυτή προσέγγιση συμπληρώνει τον στόχο της κοινωνικοοικονομικής ένταξης των περιθωριοποιημένων Ρομά με την προώθηση της ισότητας και της συμμετοχής.
Όλοι οι Ρομά πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους και να συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή. Στην κατεύθυνση αυτή, η χώρα μας προετοιμάζει τη Νέα Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη των Ρομά, για την περίοδο 2021-2027, βασιζόμενη στη διαβούλευση, με απόλυτη προσήλωση στην εξασφάλιση της ισότητας και την κατάρριψη των διακρίσεων.
–
Ο Γιώργος Σταμάτης είναι Γενικός Γραμματέας Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Καταπολέμησης της Φτώχειας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων