Έφυγε ο θρύλος που αναμόρφωσε το διεθνές ποινικό μας σύστημα προς μια πιο ανθρωπιστική αλλά και δικαιοκρατική κατεύθυνση.
Την περασμένη βδομάδα, έφυγε σε ηλικία 103 ετών, στο Κέντρο υποστηριζόμενης διαβίωσης στη Φλόριντα όπου διέμενε, ο Benjamin Ferencz, ο τελευταίος επιζών από τους πρωταγωνιστές της δίκης της Νυρεμβέργης.
Ο Benjamin Berell Ferencz, γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1920 στην Τρανσυλβανία, όταν ανήκε ακόμη στην Ουγγαρία, λίγο πριν την προσάρτηση της στη Ρουμανία. Σε ηλικία μόλις δέκα μηνών μετανάστευσε με τους γονείς του στις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να γλυτώσουν από το διωγμό των Ούγγρων Εβραίων που είχαν εξαπολύσει οι ρουμανικές αρχές.
Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, ο Ben ξεχώρισε για την ωριμότητα, την οξύνοια και την ευρηματικότητα του και γρήγορα οι καθηγητές του κατάλαβαν ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χαρισματικό παιδί. Μόλις αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Harvard το 1943 κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό, όπου και υπηρέτησε στο 115ο τάγμα αντιαεροπορικού πυροβολικού. Το 1945 μετατάχθηκε στο αρχηγείο της 3ης στρατιάς του Στρατηγού Paton, ως μέλος ομάδας εμπειρογνωμόνων, που είχε ως αποστολή τη συλλογή στοιχείων και τεκμηρίων για τα εγκλήματα πολέμου των Ναζί. Υπό αυτήν του την ιδιότητα, βρέθηκε σε πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς απελευθερώνονταν από τον αμερικανικό στρατό. Μετά την αποστράτευση του με το βαθμό του λοχία, ο στρατιωτικός δικηγόρος Ben Ferencz προσλήφθηκε ως εισαγγελέας στις επακόλουθες δίκες της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας των Ναζί και αποτέλεσε μέλος της νομικής ομάδας του ανώτερου εισαγγελέα Ταξίαρχου Telford Taylor. Το 1947, ο Taylor προήγαγε τον 27χρονο Ferencz σε επικεφαλής εισαγγελέα στην Δίκη των Einsatzgruppen, μιας παραστρατιωτικής ομάδας Ναζί, που αποτελούσε βασικό βραχίονα των Ταγμάτων Θανάτου των SS. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη υπόθεση μαζικής εξόντωσης αφού και οι 22 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για συστηματικές δολοφονίες πάνω από ένα εκατομμύριο Εβραίων, Ρομά και ατόμων με νοητική και ψυχική αναπηρία.
Η δίκη διεξήχθη από τις 29 Σεπτεμβρίου 1947 έως τις 10 Απριλίου 1948. Ο Ferencz κατάφερε να ανακαλύψει λεπτομερείς αναφορές που είχαν αρχειοθετηθεί από τους ίδιους τους Ναζί και τεκμηρίωναν τη διάπραξη των στυγερών δολοφονιών από τις ομάδες των Einsatzgruppen. Σύμφωνα με την ετυμηγορία, Καταδικάστηκαν 14 κατηγορούμενοι σε θάνατο και 8 σε φυλάκιση. Ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις εκτελέσεις, ενώ οι ποινές των υπόλοιπων μετατράπηκαν σε φυλάκιση. Μετά την ολοκλήρωση των δικών της Νυρεμβέργης, ο Ferencz παρέμεινε με την οικογένεια του στη Γερμανία για αρκετά χρόνια και συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη Συμφωνία του Λουξεμβούργου μεταξύ Ισραήλ και Δυτικής Γερμανίας, σχετικά με την καταβολή των αποζημιώσεων για τα εγκλήματα πολέμου. Επιπλέον έλαβε ενεργά μέρος στη θέσπιση του πρώτου ομοσπονδιακού νόμου (Bundesentschädigungsgesetz), αναφορικά με την επιστροφή των περιουσιών που κατασχέθηκαν από τους Ναζί.
Το 1956, ο Ferencz επέστρεψε στις ΗΠΑ και άνοιξε με τον Taylor δικηγορικό γραφείο. Παράλληλα, όντας βαθιά συγκλονισμένος από τα αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου των Ναζί, αφιέρωσε τη ζωή και τη δράση του στην αναμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου και στη δημιουργία ενός Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που θα εκδικάζει τα εγκλήματα πολέμου, τις γενοκτονίες και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Έγραψε πολυάριθμα βιβλία και μελέτες για το θέμα και από το 1985 έως το 1996 εργάστηκε ως επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Πέις, ενώ σε εκείνον αποδίδεται το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου γενοκτονία. Η συμβολή του υπήρξε καίρια για τη σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, το οποίο ιδρύθηκε με το Καταστατικό της Ρώμης που Υιοθετήθηκε στις 17.7.1998 από τη Διπλωματική Διάσκεψη των Πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών.